- αποφορτίζομαι
- αποφορτίζομαι, αποφορτίστηκα, αποφορτισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποφορτίζομαι — (AM ἀποφορτίζομαι) θέτω το βάρος, ξεφορτώνομαι μσν. φρ. «ἀποφέρω τὸ θνητὸν βάρος» πεθαίνω αρχ. απαλλάσσομαι από κάτι ενοχλητικό … Dictionary of Greek
ἀποφορτιζόμενον — ἀποφορτίζομαι discharge one s cargo pres part mp masc acc sg ἀποφορτίζομαι discharge one s cargo pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφορτιζομένης — ἀποφορτίζομαι discharge one s cargo pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφορτιζόμενοι — ἀποφορτίζομαι discharge one s cargo pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφορτιζόμενος — ἀποφορτίζομαι discharge one s cargo pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφορτιοῦνται — ἀποφορτίζομαι discharge one s cargo fut ind mp 3rd pl (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφορτισαμένη — ἀποφορτίζομαι discharge one s cargo aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφορτισαμένην — ἀποφορτίζομαι discharge one s cargo aor part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφορτισάμενοι — ἀποφορτίζομαι discharge one s cargo aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφορτισάμενος — ἀποφορτίζομαι discharge one s cargo aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)